Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Το χαμένο δαχτυλίδι




Το χαμένο δαχτυλίδι

«Όταν έβλεπα ανθρώπους ως σύμβουλος και πνευματικός δάσκαλος, επισκεπτόμουν δυο φορές την εβδομάδα μια γυναίκα της οποίας το σώμα ήταν ρημαγμένο από τον καρκίνο. Ήταν δασκάλα, γύρω στα σαράντα πέντε και οι γιατροί της δεν της έδιναν παραπάνω από λίγους μήνες ζωής. Μερικές φορές ανταλλάσσαμε λίγες κουβέντες κατά τη διάρκεια αυτών των επισκέψεων, αλλά, ως επί το πλείστον, καθόμασταν μαζί σιωπηλά και ενώ καθόμασταν, είχε τις πρώτες φευγαλέες ματιές στην ηρεμία μέσα της, που δε γνώριζε ποτέ πως υπήρχε κατά τη διάρκεια της πολυάσχολης ζωής της ως δασκάλας.

       Μια μέρα, όμως φτάνοντας τη βρήκα σε κατάσταση μεγάλης στενοχώριας και θυμού. «τι συνέβη;» τη ρώτησα. Το διαμαντένιο της δαχτυλίδι, μεγάλης χρηματικής αλλά και συναισθηματικής αξίας, είχε εξαφανιστεί και μου είπε πως ήταν σίγουρη ότι είχε κλαπεί από τη γυναίκα που ερχόταν λίγες ώρες κάθε μέρα για να τη φροντίζει. Έλεγε πως δεν καταλάβαινε πώς μπορούσε κάποιος να είναι τόσο ανάλγητος και άκαρδος ώστε να της κάνει κάτι τέτοιο.  Με ρώτησε αν θα έπρεπε να μιλήσει ευθέως στη γυναίκα ή να καλέσει την αστυνομία.  Της είπα πως δεν μπορούσα να της πω τι να κάνει, αλλά της ζήτησα να σκεφτεί πόσο σημαντικό ήταν ένα δαχτυλίδι ή οτιδήποτε άλλο σ’ αυτό το σημείο της ζωής της. «Δεν καταλαβαίνεις», μου είπε. «Ήταν το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου. Το φορούσα κάθε μέρα, μέχρι που αρρώστησα και τα δάχτυλά μου πρήστηκαν . είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό δαχτυλίδι για μένα. Πώς είναι δυνατόν να μη στενοχωριέμαι;»

Η ταχύτητα της απάντησής της, ο θυμός και η αμυντικότητα στη φωνή της ήταν ενδείξεις ότι δεν είχε γίνει ακόμα αρκετά παρούσα ώστε να κοιτάξει μέσα της και να απεμπλέξει την αντίδρασή της από το γεγονός και να τα παρατηρήσει και τα δυο.

«Θα σου κάνω μερικές ερωτήσεις», της είπα, «αλλά, αντί να απαντήσεις τώρα, δες αν μπορείς να βρεις τις απαντήσεις μέσα σου.  Θα κάνω μια σύντομη παύση έπειτα από κάθε ερώτηση. Όταν θα έρχεται η απάντηση, μπορεί να μην έρχεται απαραίτητα με τη μορφή λέξεων. Είπε πως ήταν έτοιμη να ακούσει. Ρώτησα: «Συνειδητοποιείς ότι θα χρειαστεί να παραιτηθείς από το δαχτυλίδι κάποια στιγμή, ίσως αρκετά σύντομα; Πόσο περισσότερο χρόνο θα χρειαστείς ώσπου να είσαι έτοιμη να παραιτηθείς απ’ αυτό; Έχει μειωθεί αυτό που είσαι από την απώλεια;» Ακολούθησαν μερικά λεπτά σιωπής μετά την τελευταία ερώτηση.

Όταν άρχισε να μιλάει ξανά, υπήρχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της και φαινόταν ήρεμη. «Η τελευταία ερώτηση με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι σημαντικό. Πήγα πρώτα στο νου μου για μια απάντηση και ο νους μου είπε: «Ναι, φυσικά έχεις μειωθεί». Έπειτα έκανα ξανά την ερώτηση στον εαυτό μου: «Έχει μειωθεί αυτό που είμαι;» Αυτή τη φορά προσπάθησα να νιώσω αντί να σκεφτώ την ερώτηση. Και , ξαφνικά, μπορούσα να νιώσω το «Υπάρχω» τόσο έντονα, τότε αυτό που είμαι δεν έχει μειωθεί καθόλου. Μπορώ να το νιώθω και τώρα, κάτι γαλήνιο και πολύ ζωντανό.»

       «Αυτή είναι η χαρά της Ύπαρξης», είπα. «Μπορείς να τη νιώσεις μόνο όταν είσαι έξω από το κεφάλι σου. Την Ύπαρξη πρέπει να τη νιώσεις. Δεν μπορείς να τη σκεφτείς. Το Εγώ δεν τη γνωρίζει επειδή αποτελείται από σκέψη. Το δαχτυλίδι ήταν στην πραγματικότητα στο κεφάλι σου σαν σκέψη που την μπέρδευες με την αίσθηση του Υπάρχω. Σκεφτόσουν ότι το Υπάρχω ή ένα μέρος του βρισκόταν στο δαχτυλίδι.

Όλα όσα επιζητεί το Εγώ και στα οποία προσκολλάται είναι υποκατάστατα της Ύπαρξης, την οποία δεν μπορεί να νιώσει. Μπορείς να εκτιμάς και να νοιάζεσαι για πράγματα, αλλά όποτε προσκολλάσαι σ’ αυτά, θα ξέρεις ότι είναι το Εγώ. Και δεν είσαι ποτέ προσκολλημένη σ’ ένα πράγμα, αλλά σε μια σκέψη που έχει το «εγώ», το «εμένα» ή το «μου» μέσα της. Όποτε αποδέχεσαι πλήρως μια απώλεια, πηγαίνεις πέρα από το Εγώ και αναδύεται αυτή που είσαι, το Υπάρχω, που είναι η ίδια η συνειδητότητα.

«Τώρα καταλαβαίνω», είπε, «κάτι που είπε ο Ιησούς και που ποτέ πριν δεν το είχα κατανοήσει: «Αν σου πάρει κάποιος το πουκάμισο, δώσ’ του και το πανωφόρι σου».

«Σωστά». Είπα. «Δε σημαίνει ότι δε θα πρέπει να κλειδώνεις την πόρτα σου ποτέ. Το μόνο που σημαίνει είναι ότι, μερικές φορές, το να παραιτείσαι από πράγματα είναι μια πράξη πολύ μεγαλύτερης δύναμης από το να τα υπερασπίζεσαι ή να γαντζώνεσαι πάνω τους.»

Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής της, καθώς το σώμα της γινόταν όλο και πιο αδύναμο, η ίδια ακτινοβολούσε όλο και περισσότερο, σαν να έλαμπε ένα φως από μέσα της. Χάρισε πολλά  από τα υπάρχοντά της, μερικά μάλιστα και στη γυναίκα που πίστευε ότι της έκλεψε το δαχτυλίδι και με κάθε πράγμα που χάριζε, η χαρά της γινόταν και πιο βαθιά. Όταν η μητέρα της μου τηλεφώνησε για να με πληροφορήσει  ότι η κόρη της είχε αναπαυθεί, ανέφερε επίσης ότι μετά το θάνατό της, είχαν βρει το δαχτυλίδι στο ντουλαπάκι του μπάνιου με τα φάρμακα. Επέστρεψε η γυναίκα το δαχτυλίδι ή βρισκόταν εκεί όλο αυτό τον καιρό; Κανείς δε θα μάθει ποτέ.  Ένα πράγμα ξέρουμε σίγουρα:

Η ζωή θα σου δώσει όποια εμπειρία είναι πιο βοηθητική για την εξέλιξη της συνειδητότητάς σου. Πώς θα ξέρεις ότι αυτή είναι η εμπειρία που χρειάζεσαι; Επειδή αυτή είναι η εμπειρία που έχεις αυτή τη στιγμή.  

Είναι λάθος, λοιπόν, να είσαι περήφανος για τα υπάρχοντά  σου ή να νιώθεις φθόνο για ανθρώπους που έχουν περισσότερα από σένα; Καθόλου. Αυτή η αίσθηση περηφάνιας, η ανάγκη να ξεχωρίζεις, η φαινομενική ενίσχυση του εαυτού σου μέσω του «περισσότερο από» και μείωσης μέσω το «λιγότερο από» δεν είναι ούτε σωστή ούτε λάθος: είναι το Εγώ. Το Εγώ δεν είναι λάθος, είναι απλώς μη συνειδητό. Όταν παρατηρείς το Εγώ στον εαυτό σου, αρχίζεις να πηγαίνεις πέρα απ’ αυτό. Μην παίρνεις το Εγώ υπερβολικά σοβαρά. Όταν διακρίνεις εγωική συμπεριφορά στον εαυτό σου, χαμογέλα. Πάνω απ’ όλα να ξέρεις ότι το Εγώ δεν είναι προσωπικό. Δεν είναι αυτό που είσαι. Αν θεωρείς το Εγώ προσωπικό σου πρόβλημα, αυτό είναι απλώς ακόμα περισσότερο Εγώ. Eckhart Tolle «Για μια νέα ζωή»

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου